Με τον όρο Πρόωρος τοκετός ονομάζουμε την έναρξη του τοκετού που συμβαίνει πριν τις 36 εβδομάδες της εγκυμοσύνης – έναρξη πρόωρων ρυθμικών συσπάσεων της μήτρας με αποτέλεσμα την εξάλειψη και διαστολή του τραχήλου ή/και την πρόωρη ρήξη υμένων (το λεγόμενο “σπάσιμο των νερών”).
Η πλειονότητα της περιγεννητικής θνησιμότητας παρατηρείται σε τοκετούς πριν την 32η εβδομάδα καθώς και σε νεογνά με βάρος γέννησης μικρότερο των 800gr. Στα αίτια του πρόωρου τοκετού περιλαμβάνονται συνήθως:
Προεκλαμψία
Πολύδυμη εγκυμοσύνη
Ολιγάμνιο, υδράμνιο
Προδρομικός πλακούντας
Πρόωρη αποκόλληση πλακούντα
Γενετικές ανωμαλίες
Αρρύθμιστος διαβήτης κύησης
Κάπνισμα, αλκοολ, λήψη ναρκωτικών ουσιών
Παχυσαρκία
Συνυπάρχουσες συστηματικές παθήσεις
Ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας
Άγνωστα αίτια
Παρουσία ινομυωμάτων μεγάλου μεγέθους
Ανεπάρκεια τραχήλου
Κατά την έναρξη του πρόωρου τοκετού θα πρέπει να αποφασιστεί το όφελος ή όχι προσπάθειας για τοκόλυση. Στο 75% των περιπτώσεων δεν το επιχειρούμε λόγω κάποιας αντένδειξης (πχ ενεργή φλεμονή, προεκλαμψία, αιμοραγία κλπ). Στο υπόλοιπο 25% των περιπτώσεων προσπαθούμε να αναστείλουμε τον τοκετό. Η προσπάθεια αυτή περιλαμβάνει:
Εισαγωγή της εγκύου στο νοσοκομείο σε κατάκλιση.
Προσπάθεια αναστολής συσπάσεων της μήτρας με ενδοφλέβια φαρμακευτική αγωγή (συμπαθητικομιμητικοί παράγοντες: αντιπροσταγλανδινικοί παράγοντες, θειϊκό μαγνήσιο, απόκλειστες των διαύλων CA++, ανταγωνιστές της οκυτωκίνης).
Χορήγηση στεροειδών κορτικοειδών για την πνευμονική ωρίμανση του εμβρύου.
Η μαιευτική φροντίδα που παρέχεται στη έγκυο, περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων και όλες εκείνες τις διαδικασίες που βοηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις να ανιχνεύσουμε και σημεία που προμηνύουν πρόωρη έναρξη τοκετού και άρα να παρέμβουμε δραστικά ώστε κάτι τέτοιο να προληφθεί.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου ακόμη και η παρέμβαση δεν έχει αποτέλεσμα, δρούμε κατα τέτοιο τρόπο ώστε το νεογνό να έρθει στον κόσμο όσο πιο έτοιμο γίνεται και να κάνει την εξωμήτρια προσαμογή του στη μονάδα νεογνών, όπου θα πρέπει να σημειώσουμε ότι γίνεται εκπληκτική δουλειά, τόσο από τους νεογνολόγους, όσο και από το νοσηλευτικό προσωπικό.